λεβάρω

λεβάρω
τραβώ αλυσίδα ή παλαμάρι, σύρω με αλυσίδα ή με παλαμάρι ένα πλεούμενο στη στεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. levare «υψώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λέβα — [λεβάρω] (προστ. τού λεβάρω) 1. ναυτικό κέλευσμα αντίστοιχο με το επίσημο αίρε 2. φρ. «λέβα μπρος» ή «λέβα πίσω» ναυτικά παραγγέλματα για την έλξη των λέμβων προς την πλώρη ή προς την πρύμνη, με έλξη τού σχοινιού προς τα εμπρός ή προς τα πίσω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”